- κατακορής
- κατακορήςsatiatedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατακορής — κατακορής, ές (Α) 1. υπερπλήρης, κορεσμένος («κατακορὴς οἴνῳ», Φρύν.) 2. (για διάλυμα) ισχυρός («κατακορές φάρμακον», Ιπποκρ.) 3. (για χρώματα) βαθύς («χρῶμα ὅμοιον ρόδῳ κατακορεῑ», Θεόφρ.) 4. (για αρμονία) τέλειος («κατακορεστάτη συμφωνία ἡ διὰ… … Dictionary of Greek
κατακορῆ — κατακορής satiated neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) κατακορής satiated masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) κατακορής satiated masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακορέστερον — κατακορής satiated adverbial comp κατακορής satiated masc acc comp sg κατακορής satiated neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακορεστέραις — κατακορής satiated fem dat comp pl κατακορεστέρᾱͅς , κατακορής satiated fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακορεστέρων — κατακορής satiated fem gen comp pl κατακορής satiated masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακορεστέρως — κατακορής satiated masc acc comp pl (doric) κατακορής satiated comp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακορέα — κατακορής satiated neut nom/voc/acc pl (epic ionic) κατακορής satiated masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακορές — κατακορής satiated masc/fem voc sg κατακορής satiated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακορεστάτη — κατακορής satiated fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατακορεστάτην — κατακορής satiated fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)